Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑΣ

Η Κυπαρισσία τη νύχτα από το κάστρο
Στην Άνω Πόλη της Κυπαρισσίας με θέα τη γαλάζια απεραντοσύνη του Ιονίου και τον ήμερο κάμπο, άγνωστο πότε, κτίστηκε το κάστρο, που αποτέλεσε την ακρόπολη της αρχαίας Κυπαρισσίας.

Τα κάτω τείχη έχουν κτιστεί κατά τον ισοδομικό τρόπο οχύρωσης, που αποτελεί δείγμα αρχιτεκτονικής της Μυκηναϊκής Εποχής, ενώ τη Βυζαντινή εποχή, επί Ιουστινιανού το κάστρο ανακαινίζεται και στις τέσσερις γωνίες του οικοδομούνται ισάριθμοι πύργοι, από τους οποίους σήμερα σώζεται ο ανατολικός.

Την εποχή της Φραγκοκρατίας (1205-1430 μ.Χ) ανακαινίσθηκε από τους Φράγκους και αποτέλεσε απόρθητο φρούριο της ακμάζουσας τότε πόλης της Κυπαρισσίας, ενώ στην Τουρκοκρατία έμεναν Τούρκοι επιφανείς, οι οποίοι βελτίωσαν τις υποδομές του.
Το Κάστρο της Αρκαδιάς είναι σήμερα το κόσμημα της πόλης της Κυπαρισσίας, αλλά και ολόκληρου του Δήμου. Λόγω της θέσης του, προσφέρει στον επισκέπτη μία ανεπανάληπτη θέα, όχι μόνο προς την πόλη, αλλά και προς όλη τη γύρω περιοχή.

Είναι το μπαλκόνι της Κυπαρισσίας για να μπορεί κανείς να αγναντεύει και να χαίρεται την ομορφιά του τόπου. Σύγχρονοι μελετητές, με βάση το χτίσιμό του, αποφάνθηκαν ότι είναι φράγκικο χτίσμα, μιας και τέτοιου είδους χτίσματα εμφανίζονται μετά το 1205.
Η Κυπαρισσία όπως φαίνεται από το Κάστρο
Κατά τη Μυθολογία, η Κυπαρισσία υπήρξε κτίσμα των «Γιγάντων» (προσωποποιήσεις των ορμών της θάλασσας), οι οποίοι φαίνεται πως έχτισαν και την ακρόπολή της στην οποία πυργώθηκε το κατοπινό βυζαντινοφράγκικο κάστρο της. Ένα κάστρο χτισμένο με πέτρες μήκους 4μ. και πλάτους 1,64μ., και άλλες μήκους 1,38μ. και πλάτους 1,80μ. οι οποίες (λόγω του μεγέθους τους) αποτελούν απόδειξη ότι χτίστηκε από τους Γίγαντες.
Γύρω στο 10ο με 11ο αιώνα, φαίνεται πως η Κυπαρισσία αλλάζει όνομα και γίνεται Αρκαδιά, από τους πολλούς Αρκάδες που αναγκάστηκαν στους δύσκολους καιρούς να αφήσουν την κακοτράχαλη γη τους. Από τότε και στο εξής το Κάστρο των Γιγάντων λέγεται Κάστρο της Αρκαδιάς. Το Κάστρο της Αρκαδιάς παίζει σπουδαίο ρόλο στα χρόνια της Φραγκοκρατίας που ήρθαν μετά τις Σταυροφορίες των Δυτικών Ευρωπαίων. Πολλοί Φράγκοι σχεδίαζαν την κατάληψη κάποιων νησιών και κάποιων παράλιων περιοχών στις οποίες συμπεριλαμβανόταν και το Κάστρο της Αρκαδιάς. Τις πρώτες δεκαετίες του 13ου αιώνα, το κάστρο πέφτει στα χέρια των Φράγκων και παραμένει σε αυτούς για τους επόμενους 2 αιώνες.
Στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το φρούριο της Κυπαρισσίας ανακαινίζεται στα πλαίσια της οργανώσεως των παράκτιων περιοχών. Στις 4 γωνίες του φρουρίου χτίζονται προπύργια, ένας εκ των οποίων άντεξε στο πέρασμα των αιώνων και είναι ο πύργος της ανατολικής πλευράς, ο οποίος φέρει το όνομα «Πύργος του Ιουστινιανού».

Το 1432 στο Κάστρο αφεντεύουν οι Παλαιολόγοι και ξανακυματίζει η σημαία με τον βυζαντινό αετό έως το 1460 που η Αρκαδιά περνά στα χέρια των Τούρκων και 10.000 Αρκαδινοί υποχρεούνται να μετοικήσουν στα μικρασιάτικα παράλια. Ακολουθεί η περίοδος της πρώτης Τουρκοκρατίας, η οποία κρατά ως το 1685. Οι Τούρκοι οχυρώνονται στο κάστρο για να αντιμετωπίσουν Έλληνες και Ενετούς, αλλά η οχύρωση στα χρόνια αυτά δεν ήταν εντυπωσιακή, απλώς συμπληρωματική εκείνης των Φράγκων.
Το κάστρο όπως φαίνεται από την Άνω Πόλη
Από το 1685 ακολουθεί η περίοδος της ενετοκρατίας ως το 1715. Οι Ενετοί ξανάχτισαν τα γκρεμισμένα μέρη του κάστρου (πύργους και επάλξεις), τα οποία είχαν ανατινάξει οι Τούρκοι πριν το χάσουν, και του πρόσθεσαν και άλλες οχυρώσεις, αλλά δυστυχώς τα γκρέμισαν πριν ξαναπέσει στα χέρια των Τούρκων.
Το 1830 περίπου, μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, το Κάστρο της Αρκαδιάς έπεσε στα χέρια των Ελλήνων.
                                                                                                                                                               Γύρω στο 1970 χτίστηκε το υπαίθριο θεατράκι, το οποίο έχει φιλοξενήσει πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις (αρχαίες τραγωδίες, θεατρικές παραστάσεις, ποιητικές βραδιές, μουσικές βραδιές κ.ά.).
Τους καλοκαιρινούς μήνες στο χώρο του κάστρου λειτουργεί αναψυκτήριο, όπου οι επισκέπτες του Κάστρου μπορούν να "ξεδιψάσουν" αγναντεύοντας τη θέα...
 


Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ


Το κάστρο της Καλαμάτας, βρίσκεται πίσω από το βόρειο μέρος του Ναού της Υπαπαντής του Σωτήρoς, σε θέση στην οποία εικάζεται ότι βρισκόταν η ακρόπολη των ομηρικών (1580 - 1120 π.Χ) και των κλασσικών Φαρών (ανάκτορο του Ορτιλόχου και μετά του Διοκλή).
Το Κάστρο 
Είσοδος προς το Αμφιθέατρο
Τα τείχη του Κάστρου
Το Αμφιθέατρο του Κάστρου
Έξοδος Κάστρου
Όταν το 1205 η Καλαμάτα και το κάστρο της υποδουλώνονται από τους Φράγκους κατακτητές, τον βράχον της Ακρόπολης των αρχαίων Φαρών τον οχυρώνουν με χοντρά τειχιά και γίνεται Κάστρο οχυρό και κυρίως στο μέρος της Εκκλησίας το χρησιμοποιούσαν για καλούπι, ρίχνουν γύρω του τείχη χοντρά πάχους 2,5 μέτρων και υψώνουν έναν πύργο με πολλούς ορόφους.
Πάνω από τους θόλους της εκκλησίας ήταν ο πρώτος όροφος του πύργου των Φράγκων.
Το 1218 πάνω στο Φράγκικο κάστρο της Καλαμάτας γεννήθηκε ο Γουλιέλμος Βιλεαρδουϊνος, ο προσονομαζόμενος
«Καλαμάτας» γιατί γεννήθηκε στην Καλαμάτα και μιλούσε Ελληνικά, που σαν καλός Διοικητής άπλωσε τον καλύτερο πολιτισμό σε όλο το πριγκιπάτο. Και σαν πέθανε ο Γουλιέλμος Βιλεαρδουίνος το πριγκιπάτο παρακμάζει και περιέρχεται διαδοχικά σε διάφορους κυρίαρχους.
Το 1292 εξακόσιοι Σλάβοι της Γιάννιτσας κατεβαίνουν μια νυχτιά και με σκάλες που είχαν μαζί τους, ανέβηκαν τα τείχη του κάστρου και το κατέλαβαν, αλλά κατόπιν προδοσίας από τον Πρωτοστάτωρα του Βυζαντινού Δεσποτάτου του Μυστρά, οι Σλάβοι το παρέδωσαν ξανά στους Φράγκους.
Έρχεται κατόπιν ο Νικόλαος Ατζαϊόλης και γίνεται κύριος της Καλαμάτας και του κάστρου ως τα 1430 οπότε περιέρχεται στα χέρια του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου για να πέσει αργότερα ο τόπος στα χέρια των Τούρκων.

Οι Φράγκοι βασίλευσαν στην Καλαμάτα 255 χρόνια. Ήρθαν το 1205 και τους έδιωξαν οι Τούρκοι το 1460. 
Απ’ το 1460 ο τόπος της Ελλάδας εστέναζε στο ζυγό της Τουρκίας, εκτός από τη Μάνη που ήταν ελεύθερη.
Το 1659 οι Βενετοί προσπαθούν να κυριεύσουν το Κάστρο και την Καλαμάτα αλλά δεν το κατορθώνουν.
Το 1685 ο Μοροζίνης με Βενετούς και Μανιάτες ξανάρχεται πάλι με στόλο, αράζουν στο ανατολικό μέρος της θάλασσας στην παραλία της Καλαμάτας και κάνουν απόβαση κατά τη θέση Μπαργιάμαγα, τα στρατεύματα των βενετών ανεβαίνουν κατά τη σημερινή τοποθεσία της Ζωοδόχου πηγής, εκεί φτάνουν και 1500 Μανιάτες καλώς εξοπλισμένοι, ενώνονται με τα στρατεύματα των Βενετών του Αρχιστράτηγου Ντέγγελφεντ. 14 Σεπτεμβρίου έδωσαν τη μάχη με τους Τούρκους και τους κατενίκησαν. Οι Τούρκοι ηττηθέντες και μη μπορώντας να κρατήσουν την πόλη της Καλαμάτας και το κάστρο της, γιατί οι Βενετοί και οι Μανιάτες είχαν ένα κανόνι στις Στούρλες ανεβάσει και το βομβάρδιζαν, τότε οι Τούρκοι το ανατίναξαν και έφυγαν για την Ανδρούσα και την Κορώνη.

Τότε ανέβηκε ο στρατός του Μοροζίνη και οι Μανιάτες στο κάστρο της Καλαμάτας, το κατέλαβαν και ότι είχε απομείνει αχάλαστο το εχάλασαν αυτοί για να μην ξαναταμπουρωθούν εκεί οι Τούρκοι. Κύριοι του Φράγκικου κάστρου τώρα, παραμένουν οι Βενετοί , το οχυρώνουν και κτίζουν και το δεύτερο διάζωμα, και στην πύλη του βάνουν το λιοντάρι, σήμα της γαληνοτάτης Δημοκρατίας των Βενετών.

Το μεσαιωνικό κάστρο κτίσθηκε το 1205 μ.Χ από τον Γοδεφρέδο Βιλλεαρδουϊνο και δέχτηκε πολλές οικοδομικές μετατροπές και συμπληρώσεις από τους μετέπειτα κυρίαρχους του, τους Βυζαντινούς του Μυστρά, τους Τούρκους και τους Ενετούς του Μοροζίνι.
Στην είσοδό του δεσπόζει το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου δείγμα της περιόδου των Ενετών, ενώ μέσα και γύρω από το κάστρο υπάρχουν όστρακα (θραύσματα) και λείψανα μυκηναϊκών και ρωμαϊκών χρόνων καθώς και τάφοι της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής.

Στην βορεινή πλευρά του σώζεται μικρός βυζαντινός ναός, που πιθανολογείται ότι ήταν αφιερωμένος στην Παναγία την Καλομάτα, από την οποία κατά μια εκδοχή πήρε το όνομα της η πόλη της Καλαμάτας.
1821. Ευλογημένη εαρινή μέρα. 23 Μαρτίου σήμανε για τους Έλληνες της Καλαμάτας η μέρα της λευτεριάς.
Οι Τούρκοι μπροστά στο επαναστατικό κύμα που βράζει γύρω από το κάστρο αποφασίζουν να παραδοθούν.
Ο τρομερός ως τότε Βοεβόδας της Καλαμάτας Σουλεϊμάν Αρναούτογλου πιάνεται αιχμάλωτος μαζί με 150 αρματωμένους Τούρκους.
Έτσι για μια ακόμα φορά πάτησε το Ελληνικό ποδάρι λεύτερο πλέον στα χώματα του κάστρου.
Το 1905 ανέβηκε στο κάστρο της Καλαμάτας ο τότε Γάλλος δημοσιογράφος Κλεμανσώ ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Γαλλίας, ο λεγόμενος Τίγρης, του πρώτου παγκοσμίου πολέμου.
Ο Κλεμανσώ όταν είδε την Καλαμάτα από το ύψος του βράχου της ακρόπολης της Καλαμάτας αναφώνησε: Τι ωραία πόλις η Καλαμάτα, φυσικά εδώ θα κατοικούσαν θεοί των αρχαίων Ελλήνων. Και όταν έστρεψε το βλέμμα του κατά τον κάμπο της Μεσσήνης, τον αποκάλεσε το χρυσό χαλί της Μεσσηνίας.
Το 1941-1944, το κάστρο ήταν στην αρχή και διοίκηση των Ιταλών που το είχαν σα δικό τους.
Οι Ιταλοί είχαν κάνει μερικά έργα στο Κάστρο, είχαν στήσει αντιαεροπορικά πυροβόλα και μυδράλια.
Για καλή ορατότητα της πόλεως είχαν κόψει τις κορφές των πεύκων και είχαν καθαρίσει τις βατουργιωτώνες από τη λεγόμενη εκκλησία της Παναγίας «Καλομάτας» που την είχαν μεταβάλει σε αποθήκη.
Όταν αποσύρθηκαν οι Ιταλοί, το κάστρο το παρέδωσαν οι Γερμανοί για να οχυρωθούν οι Ταγματασφαλίτες, αλλά με την επίθεση των Ελασιτών η άμυνα ταγματασφαλιτών δεν κράτησε περισσότερο από δύο ώρες. 
Το κάστρο σήμερα
Σήμερα, το κάστρο αποτελεί μία τοποθεσία όπου μπορεί κανείς να απολαύσει την ηρεμία που προσφέρει το πευκόφυτο τοπίο του, και η υπέροχη πανοραμική θέα του ιστορικού κέντρου της Καλαμάτας. Λόγω επικινδυνότητας, η πόρτα που οδηγεί στο κέντρο του κάστρου είναι κλειδωμένη, και ο επισκέπτης μπορεί να κινηθεί μόνο περιμετρικά εντός του κάστρου. 
Επίσης, στο κάστρο υπάρχει τσιμεντένιο αμφιθέατρο που το καλοκαίρι γίνονται εκπολιτιστικές εκδηλώσεις του Δήμου Καλαμάτας, με φόντο το φωτισμένο ιστορικό κέντρο.
Πηγή: Παλιά Καλαμάτα, Γιάννη Π. Ταβουλαρέα 

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

ΝΙΟΚΑΣΤΡΟ ή ΝΕΟ ΝΑΒΑΡΙΝΟ ΤΗΣ ΠΥΛΟΥ

Στη σημερινή μας ανάρτηση συνεχίζουμε την παρουσίαση του Νιόκαστρου της Πύλου και την ιστορία του.                                                                                                                                                          
   Ένα από τα καλύτερα διατηρημένα κάστρα της Ελλάδος είναι αυτό του Νέου Ναβαρίνου ή Νιόκαστρο που χτίστηκε επί τουρκοκρατίας, στα 1573, για να ελέγχουν οι Τούρκοι τις δυτικές ακτές της Πελοποννήσου.                                                                                                                           
Το Νιόκαστρο από ψηλά
Το Νιόκαστρο είναι χτισμένο στο λόφο πάνω από την Πύλο, φύλακας μαζί με το Παλαιόκαστρο του περάσματος του φυσικού λιμανιού της Πύλου. Το κάστρο είναι παιδί των μοντέρνων για την εποχή οχυρωματικών τάσεων, που ήθελε την πλήρη αξιοποίηση των πυροβόλων όπλων (κανονιών) και παράλληλα την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αμυντική προστασία του εσωτερικού οικισμού αλλά και του ίδιου του οικοδομήματος από τα εχθρικά πυρά.                                                                                                                                                                                      
Το όνομα του κόλπου, Ναβαρίνο προέρχεται πιθανότερα από τους Αβαρούς που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή το 585-587 κατά την βασιλεία του αυτοκράτορα Μαυρικίου.              Το 1573 οι Τούρκοι, μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571), για να ασφαλίσουν περισσότερο το φυσικό λιμάνι της Πύλου Ναβαρίνο) χτίζουν κάστρο στη νότια είσοδο του κόλπου και μπαζώνουν με ογκόλιθους τη βόρεια είσοδο, τη Μπούκα ή Πόρο της Συκιάς, κάνοντας τα νερά της αβαθή. Το νέο κάστρο ονομάστηκε Νίοκαστρο σε αντιδιαστολή με το παλαιότερο (Παλίοκαστρο) που υψώνεται στο βόρεια είσοδο του κόλπου.
 Μαζί με το Νιόκαστρο οι Τούρκοι έφτιαξαν και το λιθόχτιστο υδραγωγείο του, μήκους 15 περίπου χιλιομέτρων από την πηγή του Κουμπέ στο χωρίο Χανδρινού.                                                     Το 1668 ο μεγάλος Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή, πέρασε από την Μεσσηνία στρατολογώντας, για την τελική πολιορκία του Χάνδακα. Ο Τουρκικός στόλος συγκεντρώθηκε στον κόλπο του Ναβαρίνου (περισσότερα από 2.000 πλοία σύμφωνα με τον Πουκεβίλ) και από εκεί απέπλευσε για την Κρήτη.                                                                                                                    
Ο Τσελεμπί βρήκε το Νιόκαστρο εξαιρετικά ανεπτυγμένο σε σχέση με το Παλίοκαστρο. Η εικόνα που παραδίδει είναι σαφέστατα εικόνα ακμής. Το κάστρο διέθετε μουφτή, ναίπη (αναπληρωτής του καδή), κετχούντα-γιερή (κεχαγιάς - αξιωματούχος), σερντάρη (διοικητή) των γενιτσάρων, φρούραρχο και φρουρά, μουχτεσίμπη (αγορανόμος), μπαντζάρη (υπέυθυνος για την ασφάλεια των δρόμων), εμίνη (επόπτη) του χαρατσιού, μιμάρμπαση (πολεοδόμος), κετχούντα (διοικητής) της πόλης και 12 αγάδες.                                                                                                                         Στην εποχή του Τσελεμπί το κάστρο δεν είχε τάφρο αλλά διέθετε 12 πύλες. Οι προμαχώνες της Ακρόπολης διέθεταν πέτρινα μολυβδοσκέπαστα παρατηρητήρια, ενώ εντός της υπήρχαν 33 κεραμοσκέπαστα σπίτια χωρίς κήπο. Στο κάστρο εκτός της Ακρόπολης υπήρχαν 600 πέτρινα κεραμοσκέπαστα σπίτια. Το τζαμί του Μουράτ Γ ήταν μολυβδοσκέπαστο και είχε πέτρινους τρούλους, στέρνα και μιναρέ.                                                                                                                     Μέσα στην αγορά που αποτελούνταν από στοές με καταστήματα (85 συνολικά στο κάστρο) υπήρχε το τζαμί του Φερχάντ αγά. Υπήρχε επίσης μεντρεσές, δερβίσικος τεκές, χάνι, χαμάμ και παντού βρύσες και δέντρα. Στο κάστρο λειτουργούσε δουλοπάζαρο, τους σκλάβους έφερναν τα κουρσάρικα καράβια της Τύνιδας, του Αλγερίου και της Τρίπολης.                                                         Το βαρόσι (συνοικία έξω από την πόλη που συνήθως κατοικούνταν από μη μουσουλμάνους) διέθετε 200 σπίτια με περιβόλια, χάνι και 15 καταστήματα και κατοικούνταν αποκλειστικά από Έλληνες.                                                                                                                                                        Το 1686 ο Βενετός αρχιστράτηγος Μοροζίνι καταλαμβάνει τα κάστρα του κόλπου του Ναβαρίνου                                                                                                                                              Ο  Mοροζίνι πολιορκεί στενά και κανονιοβολεί το κάστρο. Η Τουρκική φρουρά συμφώνησε να παραδοθεί εάν οι Βενετοί νικούσαν τον Τουρκικό Στρατό που έσπευσε να τους συνδράμει.              Ο στρατηγός των Βενετών, Σουηδός Καινινξμαρκ συνέτριψε τους Τούρκους και στις 6 Ιουνίου 1686 το κάστρο παραδόθηκε στους Βενετούς. Ορισμένοι Τούρκοι που δεν δέχθηκαν την παράδοση ανατινάχτηκαν βάζοντας οι ίδιοι φωτιά σε μπαρουταποθήκη.                                                                 Το 1715 οι Τούρκοι υπό τον Μεγάλο Βεζίρη Νταμάτ Αλή Κιουμουρτζή ανακτούν το σύνολο της Πελοποννήσου για την περίοδο της 2ης Τουρκοκρατίας μέχρι την απελευθέρωση το 1821.           Οι Βενετοί προ της κατάκτησης καταστρέφουν το κάστρο του Νεόκαστρου και συγκεντρώνουν μάταια όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις τους στη Μεθώνη για την τελική αντίσταση.                                                                                                                                    Την περίοδο 1789-1807 το Νεόκαστρο αποτελεί τιμάριο της Μπεγιάν Σουλτάνας αδελφής του Σελήμ του 3ου .                                                                                                                                              
Το 1770 οι αδελφοί Ορλώφ καταλαμβάνουν προσωρινά το Νεόκαστρο το οποίο με την απομάκρυνση του ρωσικού στόλου γνωρίζει την 6η Ιουλίου 1770 την εκδικητική μανία των Αρβανιτών που έστειλε η Πύλη.                                                                                                           Στα 1816 σύμφωνα με τον Πουκεβίλ, το Νιόκαστρο, πρωτεύουσα της επαρχίας του Ναβαρίνου φιλοξενούσε 600 τούρκους κατοίκους (142 οικογένειες), ενώ 130 έλληνες (17 οικογένειες) ζούσαν στο βαρόσι, τη συνοικία εκτός των τειχών.                                                                             Το 1821 ξεκινά η επανάσταση για την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Προύχοντες και τοπικοί καπετάνιοι της Πύλου είναι οι αδελφοί Γιάννης, Νικόλαος και Γιώργος Οικονομίδης.       Το Μάρτιο του 1821 καταφεύγουν στο Νεόκαστρο οι Τούρκοι της Αρκαδίας (Κυπαρισσία). Το κάστρο πολιορκείται από δυναμεις Μανιατών και Μεσσηνίων με γενικό αρχηγό τον Επίσκοπο Μεθώνης Γρηγόριο Παπαθεδώρου. Στις 7 Αυγούστου οι Τούρκοι συνθηκολογούν, αλλά οι Έλληνες, εξαγριωμένοι από τον θάνατο του Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη στη Μεθώνη δεν σέβονται τη συμφωνία παράδοσης και κατασφάζουν τους αποχωρούντες Τούρκους.                                                                                        Το 1825 ο Ιμπραήμ αποβιβάζεται στην Μεθώνη και συντρίβει τον Ελληνικό στρατό στα Κρεμμύδια. Πολιορκεί το Νεόκαστρο και εκτός των άλλων υπερασπίζουν ο Μακρυγίαννης,       Ο Μανώλης και ο Δημήτριος Καλλέργης, ο Δ Σαχτουρης και ο Γιάννης Μαυρομιχάλης. Αρχικά ο Ιμπραήμ κυριεύει την Σφακτηρία και κατασφάζει τους 200 υπερασπιστές της και τους αρχηγούς τους Αναγνωσταρά, Αναστάση Τσαμαδό, Σαχίνη, Ζαφειρόπουλο, Κατσαρό και τον Ιταλό Φιλέλληνα Σανταρόζα.                                                                                                   
Είσοδος Ακρόπολης
Ο Ιμπραήμ πολιορκεί έπειτα στενά το κάστρο κόβει το νερό του υδραγωγείου και το κανονιοβολεί για 3 ημέρες. Το κάστρο αναγκάζεται την 11 Μαίου 1825 να συνθηκολογήσει λόγω έλλειψης τροφών και πολεμοφοδίων και προοπτικής ενίσχυσης. Ο Ιμπραήμ τιμά τη συμφωνία αποχώρησης και δέχεται με τιμές τον Μακρυγιάννη και τους άλλους αρχηγούς των πολιορκημένων Ελλήνων.                                                                                                                       Στις 8 Οκτωβρίου 1827 ο ενωμένος συμμαχικός στόλος (’γγλων, Γάλων και Ρώσων) καταστρέφει τον Τουρκοαιγυπτιακο στόλο στο Ναβαρίνο, αναγκάζοντας τον Ιμπραήμ να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο και ανοίγοντας το δρόμο για την σύσταση του 1ου Ελληνικού κράτους.                                                                                                                                                  Στις 30 Αυγούστου 1828 ο στρατηγός Μαιζόν (Maison) με γαλλικό εκστρατευτικό σώμα αποβιβάζεται και τελικά καταλύει στο Νεόκαστρο προκειμένου να επιβλέψει την αποχώρηση των Αιγυπτίων που ολοκληρώθηκε την 4η Οκτωβρίου 1828. Το εκστρατευτικό σώμα που αντικρίζει μόνο ερείπια και καταστροφή συνοδεύει επιστημονική αποστολή η Expedition Scientifique.                                                                                                                            Μέσα στο κάστρο ανέπαφη έχει μονό μείνει το ένα τζαμί και μια φοινικιά και τα πάντα σωριάζονται σε σωρούς ερειπίων. Οι Γάλλοι προσέφεραν πολλά στην περιοχή στηρίζοντας τους αποδεκατισμένους πληθυσμούς, αναστηλώνοντας το κάστρο και προσφέροντας τον πρώτο αμαξιτό δρόμο του νεοσύστατου ελληνικού κράτους μεταξύ Πύλου - Μεθώνης.
Μετά από το 1828 το κάστρο εγκαταλείπεται ως χώρος κατοικίας καθώς ο πληθυσμός μεταφέρεται στην πόλη που σχεδίασαν οι Γάλλοι έξω από το κάστρο και που από το 1834 μετονομάζεται σε Πύλο. Από τα Οθωνικά χρόνια και ως το 1941 το κάστρο χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή.
Ι.Ν.Μεταμορφώσεως μέσα στο κάστρο
Κατά την περίοδο του Β Παγκοσμίου Πολέμου οι Ιταλοί χρησιμοποιούν και οχυρώνουν το λιμάνι της Πύλου δημιουργώντας μεγάλη ναυτική βάση και έδρα του Ιταλικού στρατηγείου. Με την συνθηκολόγηση των Ιταλών το κάστρο πέρασε στα χέρια των Γερμανών οι οποίοι αποχώρησαν οριστικά στις 2 Σεπτεμβρίου 1944.
Η οχυρωματική κατασκευή, πλούσια και καλοδιατηρημένη, μια από τις καλύτερα σωζόμενες στις μέρες μας, έχει πληθώρα χαρακτηριστικών και κτισμάτων που μαρτυρούν την πορεία της μέσα στο χρόνο· από την τουρκική οχύρωση, τον στρατώνα του Γάλλου στρατηγού Maison μέχρι τις προσθήκες από την περίοδο της Β' Ενετοκρατίας και τον Ναό του Σωτήρος (πρώην τζαμί) και φυσικά την ακρόπολη του κάστρου με τις 6 τειχισμένες πλευρές της και τους προμαχώνες της.
Η μεγάλη στρατηγική σημασία του οχυρού για τον έλεγχο του περάσματος στην είσοδο του Ναβαρίνου οδήγησε σε αρκετές καταλήψεις ανά τους αιώνες.                                                             Το κάστρο έχει δύο εισόδους, στις μέρες μας χρησιμοποιείται αυτή που βρίσκεται στο κεντρικό δρόμο δεξιά της εξόδου της Πύλου στη διαδρομή για την Μεθώνη. Έχει έξι πύργους (προμαχώνες): το βόρειο πύργο, το νότιο πύργο, και τον πύργο του Αγίου Πατρικίου, της Αγίας Αγνής και του Αγίου Αντωνίου. Ο πύργος γνωστός και ως Castello da Mare χτίστηκε από τους Τούρκους για την προστασία της περιοχής και έπειτα ενσωματώθηκε και στην υπόλοιπη οχύρωση.
Περιγραφή του Κάστρου
Το κάστρο είναι χτισμένο στις βόρειες υπώρειες του βουνού του Αγίου Νικολάου, ανάμεσα στα πεύκα, με καλαίσθητες καμάρες και αποτελούσε αριστούργημα για την εποχή εκείνη. Χτίστηκε δε εξολοκλήρου από τους Τούρκους ενώ οι μετέπειτα κύριοί του βενετοί προσέθεσαν τους πύργους του Αγίου Πατρικίου, της Αγίας Αγνής και του Αγίου Αντωνίου και την τάφρο.                 
Προμαχώνας
Το κάστρο σήμερα διατηρείται εκπληκτικά στην παλιά επιβλητική του μορφή, εκτός από το Νότιο μεγάλο του πύργο που κόπηκε στη μέση όταν κατά τη γερμανική κατοχή το 1944 ανατινάχθηκαν τα πυρομαχικά που ήταν αποθηκευμένα μέσα του από συμμαχικό βομβαρδισμό.                                                                                                                                 Τα τείχη του είναι χτισμένα με πελεκημένους ασβεστόλιθους και πωρόλιθους και φτάνουν τα 8,5 μ ύψος και τα 2,5-3 μέτρα πάχος.                                                                                                                Στο κέντρο του κάστρου διασώζεται σήμερα το ένα από τα δύο τζαμιά του. Είχε σταυροειδή διαμόρφωση με 5 τρούλους, μιχράμπ και στέρνα. Ο Μοροζίνι το μετέτρεψε σε ναό του Σωτήρος Χριστού, οι τούρκοι ξανά σε τζαμί και τέλος οι Έλληνες σε ναό τηςΜεταμόρφωσης του Σωτήρος.
 Το κάστρο ήταν ιδιαίτερα ισχυρό καθώς διέθετε τριπλή αμυντική οχύρωση: τάφρος, τείχη και την ισχυρή Ακρόπολη .                                                                                                                                                      Η δυτική του πλευρά εξαιρετικά απόκρημνη προστατευόταν από ισχυρή οχύρωση, πύργους και ένα δυνατό προμαχώνα με πολλά κανόνια.
Στο νότια τμήμα στο ένα άκρο η Ακρόπολη και στο άλλο ο ισχυρότατος έβδομος (castello da Mare) προμαχώνας με πολλά κανόνια. Ανάμεσά τους η μεγάλη βέργα με τις πανέμορφες καμαρες και στο μέσο της περίπου ο νότιος πύργος. Ο έβδομος πήρε το όνομά του από τα επτά του διαμερίσματα με τις ισάριθμες θέσεις κανονιών προς τη θάλασσα.                                                  Στα ανατολικά η μεγάλη τάφρος και τα εξωτερικά τείχη της Ακρόπολης. Στο βόρειο τμήμα, η Πύλη με τη Ζεματίστρα από την τρύπα της οποίας οι πολιορκημένοι έριχναν καυτό νερό ή λάδι πλαισιώνεται από τους πύργους της Αγίας Αγνής και του Αγίου Αντωνίου. Στο άλλο άκρο ο βόρειος πύργος (ή καστράκι του Αγίου Μάρκου) προμαχώνας με πολλά κανόνια.                                                                                                   
Μια άλλη άποψη του Νιόκαστρου
Η Ακρόπολη πανίσχυρη και εξαγωνική διέθετε θαλάμους στρατωνισμού και αποθήκευσης πυρομαχικών και πέτρινο καλντερίμι. Η πρόσβαση στο τείχος γινόταν από 2 πέτρινες σκάλες. Στους 5 προμαχώνες υπάρχουν θολωτές στέρνες για τη συλλογή των όμβριων υδάτων και καταπακτές για την εξυπηρέτηση των φρουρών.    Στο εσωτερικό του κάστρου υπήρχαν 2 μεγάλες στέρνες, 2 πετρόκτιστες βρύσες στις οποίες έφτανε το νερό του υδραγωγείου και μια μπαρουταποθήκη με κωνική πέτρινη στέγη. Μια παρόμοια μπαρουταποθήκη διατηρείται στο συγκρότημα του εβδόμου.                                                                                                           Σήμερα στην Ακρόπολη φιλοξενούνται τα εργαστήρια του Κέντρου υποβρύχιας αρχαιολογίας, ενώ στον στρατώνα του Μαιζώνος το κέντρο Εναλίων Αρχαιοτήτων και τμήμα της συλλογής του Γάλλου φιλέλληνα Rene Puaux (1878-1937). Τη συλλογή που ακόμα δεν έχει εκτεθεί ολοκληρωμένα και αποτελείται από διάφορα βιβλία, έγγραφα, επιστολές, χάρτες, λιθογραφίες, νομίσματα και άλλα, παρέδωσε το 1937 η χήρα του Rene Puaux στο ελληνικό κράτος.